- υποσκίασμα
- το, Ν1. υποσκίαση2. αμυδρό φως3. αστρον. το κατά τις εκλείψεις τής σελήνης τμήμα τού δίσκου της, το οποίο δεν αποκρύπτεται εξ ολοκλήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποσκιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασ. Λάκωνα].
Dictionary of Greek. 2013.